γαλίφικος

γαλίφικος
-η, -ο [γαλίφης]
κολακευτικός, υστερόβουλα περιποιητικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλίφικος — η, ο ο γαλίφης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”